- τοποτηρητής
- ο, ΝΜΑ [τοποτηρῶ]νεοελλ.1. αναπληρωτής, αντικαταστάτης2. εκκλ. αναπληρωτής επισκόπου σε σύνοδονεοελλ.-μσν.1. (στο Βυζ.) πολιτικό αξίωμα τού οποίου ο κάτοχος αντικαθιστούσε τον αρχηγό σε όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες2. εκκλησιαστικό αξίωμα, τού οποίου ο κάτοχος κληρικός διορίζεται από την προϊστάμενη εκκλησιαστική αρχή επικεφαλής χηρεύουσας επισκοπής ωσότου η τελευταία πληρωθεί κανονικά, διάστημα κατά το οποίο ο τοποτηρητής δεν μπορεί να επιφέρει καμιά αλλαγή που θα μπορούσε να είναι επιζήμια για τον μέλλοντα επίσκοπομσν.διοικητής στρατιωτικής μονάδαςμσν.-αρχ.αντιπρόσωπος επαρχίας.
Dictionary of Greek. 2013.